οπισθοχώρηση

οπισθοχώρηση
[описгохориси] ουσ. Θ. отход назад, отступление

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οπισθοχώρηση" в других словарях:

  • οπισθοχώρηση — η 1. κίνηση προς τα πίσω, υποχώρηση 2. στρ. σκόπιμη ή αναγκαία τακτική εγκατάλειψη κατεχόμενης θέσης και κίνηση προς τα πίσω, δηλαδή με κατεύθυνση αντίθετη από εκείνην τής επιθυμητής εξέλιξης τής μάχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοχωρώ. Η λ., στον λόγιο… …   Dictionary of Greek

  • οπισθοχώρηση — η η προς τα πίσω κίνηση, η υποχώρηση του στρατού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οπισθοχωρητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην οπισθοχώρηση ή που γίνεται με οπισθοχώρηση («οπισθοχωρητική πορεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοχώρηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Θ. Λιβαδά] …   Dictionary of Greek

  • οπισθοχωρητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην οπισθοχώρηση ή αυτός που γίνεται με την οπισθοχώρηση: Οπισθοχωρητικός ελιγμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάδυση — η (Α ἀνάδυσις) [ἀναδύομαι] άνοδος από τα βάθη στην επιφάνεια τού νερού αρχ. 1. υποχώρηση, οπισθοχώρηση 2. πρόφαση για να αποφύγει κανείς κάτι …   Dictionary of Greek

  • αναδρομή — Τεχνική της λογοτεχνικής γραφής, και ιδίως της αφηγηματικής πεζογραφίας (ονομάζεται επίσης ανάληψη ή αναδρομική αφήγηση). Συνίσταται στο ότι ο συγγραφέας εγκαταλείπει προσωρινά τη χρονολογικά ιεραρχημένη καταγραφή των συμβάντων του μύθου του… …   Dictionary of Greek

  • ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… …   Dictionary of Greek

  • αναποδίζω — (I) (Α ἀναποδίζω) 1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ 2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη αρχ. μσν. κάνω κάποιον να γυρίσει, να… …   Dictionary of Greek

  • αναπόδιση — η (Μ ἀναπόδισις) [ἀναποδίζω (Ι)] οπισθοδρόμηση, οπισθοχώρηση …   Dictionary of Greek

  • ανιχνευτής — (Φυσ.). Όροςτης φυσικής που δηλώνει κάθε διάταξη ικανή να σημειώνει και ενδεχομένως να καταγράφει την πραγματοποίηση ενός φαινομένου. Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι α. στην ατομική και πυρηνική φυσική, επειδή επιτρέπουν διαμέσου μακροσκοπικών… …   Dictionary of Greek

  • γιαγερμός — ο [γιαγέρνω] 1. επιστροφή 2. οπισθοχώρηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»